ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΗ ΒΟΙΩΤΙΑ
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ “ΣΥΜΠΑΡΑΤΑΞΗΣ ΒΟΙΩΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ”
Η πρόθεση για την πλήρη εκβιομηχάνιση της Βοιωτίας είναι, πλέον, γνωστή. Περιγράφεται, άλλωστε, γλαφυρά και στα ειδικά χωροταξικά σχέδια (ΑΠΕ, τουρισμού, βιομηχανίας), αλλά και στο γενικό χωροταξικό σχέδιο του ΥΠΕΧΩΔΕ. Είναι, επίσης, γνωστό ότι ναυαρχίδα αυτής της προσπάθειας αποτελούν οι εγκαταστάσεις του ενεργειακού τομέα. Οι εγκαταστάσεις αυτές αφορούν, κυρίως: εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής με ορυκτά καύσιμα, αιολικά πάρκα και φωτοβολταϊκά πάρκα (ακόμη, σε εξέλιξη). Το μέγεθός τους είναι τέτοιο, ώστε ο νομός Βοιωτίας σε λίγα χρόνια θα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ενεργειακά κέντρα της χώρας.
Μια ιδιαίτερη πτυχή αυτού του νέου περιβάλλοντος είναι η επιχείρηση εγκατάστασης τεράστιου αριθμού αιολικών εγκαταστάσεων στη Βοιωτία και, ειδικά, στον ορεινό όγκο του Ελικώνα, γεγονός που αποτελεί και το αντικείμενο αυτού του κειμένου.
1. Ποιο είναι το γενικότερο πλαίσιο
Μια νηφάλια εκτίμηση για τις δραστηριότητες αυτές προϋποθέτει την αντικειμενική εκτίμηση των αναγκών και των δυνατοτήτων που υπάρχουν, αφ’ ενός και τη πρόταξη, στις λύσεις που θα δοθούν, του ευρύτερου δημόσιου συμφέροντος, αφ’ ετέρου.
Γνωρίζουμε, όμως εξαρχής, ότι το έδαφος αυτής της συζήτησης είναι ναρκοθετημένο από ένα γενικότερο πλαίσιο, που έχει επιτρέψει, αν δεν έχει οδηγήσει, σκόπιμα, την κατάσταση ως εδώ και το συνθέτουν:
· Η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και η ολοκληρωτική κυριαρχία των αποκρατικοποιήσεων έχει σαν αποτέλεσμα η διαχείριση του τομέα της ενέργειας να περάσει στα χέρια των ιδιωτών. Το κράτος έρχεται, απλά να επικυρώσει και να νομιμοποιήσει τις στρατηγικές επιλογές των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων στον τομέα της ενέργειας.
· Η εγκατάλειψη, σε εγκληματικό βαθμό, κάθε προσπάθειας στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας. Έναν τομέα που θα μπορούσε να μειώσει έως και 30% την συνολική κατανάλωση ενέργειας. Αντίθετα, η υπερπαραγωγή και η υπερκατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας θεωρούνται κάτι το αδιαμφισβήτητο. Είναι περιττό να αναφέρουμε ότι η εξοικονόμηση ενέργειας απαιτεί διοχέτευση πόρων και επιδοτήσεων στον καταναλωτή και όχι στον παραγωγό ηλεκτρικής ενέργειας ή τον κατασκευαστή του αντίστοιχου εξοπλισμού.
Συμπέρασμα πρώτο: Οι πολιτικές που ακολουθούνται στον τομέα της ενέργειας στηρίζονται σε πλαστές, σε σημαντικό βαθμό, ανάγκες και προτεραιότητες και υλοποιούνται με τρόπους που εξυπηρετούν όχι τον πολίτη – καταναλωτή, αλλά τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα του ευρύτερου κλάδου της ενέργειας. Παίρνουμε, ασφαλώς, υπόψη μας το ασφυκτικό αυτό πλαίσιο, σε καμία περίπτωση όμως δεν το υιοθετούμε, ούτε και το θεωρούμε αυτονόητο.
2. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Βασικό ιδεολογικό και πολιτικό όπλο
Για να υλοποιηθούν οι πολιτικές που περιγράψαμε παραπάνω, ανάμεσα στις οποίες και η άναρχη ανάπτυξη αιολικών εγκαταστάσεων στη Βοιωτία, χρησιμοποιείται ένα βασικό ιδεολογικό και πολιτικό όπλο: αυτό της ανάγκης για την αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου, μέσω της μείωσης των σχετικών ρύπων που το προκαλούν, μεγάλο μέρος των οποίων προέρχεται από τα συμβατικά εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής.
Είναι αλήθεια ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου, τα τελευταία ιδίως χρόνια, έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Και είναι επιτακτική ανάγκη να περιοριστούν δραστικά οι 6 αέριοι ρύποι που ευθύνονται γι’ αυτό. Η συνθήκη του Κυότο αποτελεί ένα σημαντικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση, παρόλο που οι μεγαλύτερες χώρες – ρυπαντές (ΗΠΑ, Κίνα, Ινδία) δεν την υπέγραψαν. Με βάση αυτήν τη συμφωνία θα πρέπει τα μέσα επίπεδα των ρύπων, στο διάστημα 2008 – 2012, να είναι 5 % κάτω από τα αντίστοιχα επίπεδα του 1990 ή του 1995. Η χώρα μας, που επικύρωσε τη συνθήκη του Κυότο, έχει αναλάβει την υποχρέωση, στο πλαίσιο του γενικού στόχου, να συγκρατήσει τους σχετικούς ρύπους, το πολύ, στο 25 % πάνω από αυτά τα επίπεδα. Τι έχει γίνει στην πράξη, όμως:
· Το 2004 οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είχαν αυξηθεί κατά 24 %, σε σχέση με τις εκπομπές βάσης (1990 για τα τρία αέρια, 1995 για τα άλλα τρία), ενώ προβλέπεται να φτάσουν στο + 39,4 % το 2010 και στο + 57,6 % το 2020. Που είναι αλήθεια το ενδιαφέρον για τον περιορισμό των ρύπων;
· Ειδικά στον τομέα της ενέργειας, έχουν δοθεί (μέχρι 3/12/2007) άδειες παραγωγής 7.200 MW για εγκαταστάσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και 7.600 MW για εγκαταστάσεις συμβατικών σταθμών παραγωγής (σελ. 13), ενώ ελάχιστοι από τους παλιούς συμβατικούς σταθμούς πρόκειται να κλείσουν. Θα μειωθούν, λοιπόν, οι ρύποι ή θα αυξηθούν;
Συμπέρασμα δεύτερο: Το ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου αποδεικνύεται υποκριτικό, τόσο από το επίσημο κράτος, όσο και, πολύ περισσότερο, από τους όψιμους θιασώτες του περιβάλλοντος – επενδυτές στην αιολική ενέργεια. Σαν επιχείρημα αποσκοπεί να πιέσει τους πολίτες, που έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για την ποιότητα της ατμόσφαιρας και να υπονομεύσει τις αντιδράσεις τους σε εγκαταστάσεις που αντί να λύνουν δημιουργούν νέα περιβαλλοντικά προβλήματα.
3. Αιολική ενέργεια. Ο μύθος της άσπιλης και της αμόλυντης
Με δεδομένες τις παραπάνω διαπιστώσεις, το ερώτημα εύλογα τίθεται: έχει θέση η αιολική ενέργεια στο δικό μας σύστημα παραγωγής ενέργειας και αν ναι, σε ποιο βαθμό; Ας δούμε, λοιπόν, περί τίνος πρόκειται:
· Οι αιολικές εγκαταστάσεις αποτελούνται από το αιολικό πάρκο με τις ανεμογεννήτριες (μια κατηγορία από αυτές φτάνει τα 130 μέτρα ύψος, με διάμετρο πτερυγίων τα 90 μέτρα), τον υποσταθμό ανύψωσης τάσης (σε μέση 20 KV, υψηλή 150 KV ή υπερυψηλή 400 KV) και τη γραμμή μεταφοράς και σύνδεσης με το κεντρικό δίκτυο (υπόγεια ή με ξύλινους στύλους για τη μέση τάση και με μεταλλικούς πυλώνες ύψους 40-50 μέτρων για την υψηλή και την υπερυψηλή τάση). Πρόκειται, συνεπώς, για εκτεταμένη βιομηχανική εγκατάσταση παραγωγής ενέργειας.
· Η βασική διαφορά από μια κλασική βιομηχανική εγκατάσταση είναι ότι δεν παράγουν αέριους ρύπους. Κρίσιμο στοιχείο για να εκτιμηθεί ο βαθμός των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αλλά όχι το μοναδικό. Πιθανόν, όχι και το κύριο. Με βάση μόνο αυτό το στοιχείο μπορεί να χαρακτηριστεί η αιολική ήπια μορφή ενέργειας. Κατά τα άλλα οι εγκαταστάσεις της υπόκεινται στον έλεγχο και τους περιορισμούς οποιασδήποτε άλλης βιομηχανικής εγκατάστασης. Πολύ δε περισσότερο, όταν σαν προνομιακά σημεία χωροθέτησής τους έχουν επιλεγεί μεγάλοι ορεινοί όγκοι, δασικές εκτάσεις και σημεία με έντονο περιηγητικό, τουριστικό και φυσιολατρικό ενδιαφέρον. Χαρακτηριστικές αυτού του προβληματισμού είναι οι τοποθετήσεις δύο σοβαρών περιβαλλοντικών οργανισμών (Επιμελητήριο περιβάλλοντος και βιωσιμότητας και WWF Ελλάς) για το ειδικό πλαίσιο χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας του ΥΠΕΧΩΔΕ, αποσπάσματα των οποίων παραθέτουμε (σελ. 6-7).
· Οι εγκαταστάσεις της αιολικής ενέργειας βαρύνονται με πλήθος σοβαρών επιπτώσεων, τόσο στη φάση της κατασκευής τους, όσο και κατά τη φάση της λειτουργίας τους. Οι επιπτώσεις αυτές αφορούν: έντονη οπτική ρύπανση, υποβάθμιση του τοπίου, φαινόμενο φωτοσκίασης, καταστροφή οικοτόπων, ηχορύπανση, φαινόμενο υπόηχων, επηρεασμό της χλωρίδας και της πανίδας, παρεμβολές στο τηλεοπτικό σήμα, κινδύνους πυρκαγιών από τη διέλευση γραμμών μεταφοράς μέσα από δάση κ.ά.. Φυσικά, εξαιτίας όλων των παραπάνω και οικονομικές επιπτώσεις, ειδικά σε περιοχές προσανατολισμένες στην τουριστική ανάπτυξη και τις εναλλακτικές μορφές παραγωγικών δραστηριοτήτων. Στη βιβλιογραφία και το διαδίκτυο υπάρχει πληθώρα επιστημονικού υλικού, αλλά και καταγραφή εμπειριών από περιοχές όπου αναπτύχθηκαν τέτοιες εγκαταστάσεις. Ενδεικτικά, παραθέτουμε το περίφημο μανιφέστο του Darmstadt, υπογεγραμμένο από 60 Γερμανούς ακαδημαϊκούς (σελ.8-12).
Συμπέρασμα τρίτο: Οι αιολικές εγκαταστάσεις απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν ήπιες, στο σύνολό τους. Η ιδιομορφία του ελληνικού τοπίου δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την αλόγιστη επέκτασή τους. Θα μπορούσαν να λειτουργήσουν επικουρικά στο υπόλοιπο σύστημα παραγωγής ενέργειας, με την προϋπόθεση της αυστηρής τήρησης ουσιαστικών περιβαλλοντικών όρων.
4. Έχουν όρια οι αιολικές εγκαταστάσεις; Ένας άλλος μύθος
Στο πλαίσιο της σχετικής παραφιλολογίας, ιθύνοντες και επιχειρηματίες προσπαθούν να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση για τη δυνατότητα τεράστιας συμμετοχής, στο μέλλον, της αιολικής ενέργειας στο ενεργειακό ισοζύγιο ( φτάνουν να μιλούν για ποσοστά της τάξης του 30 %). Στο μεταξύ, παρά την έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού και την ασύδοτη δράση των οικονομικών συμφερόντων, τα αποτελέσματα παραμένουν πενιχρά: υπολογίζεται ότι το οριακό έτος 2010 η συμμετοχή του συνόλου των ΑΠΕ (συμπεριλαμβάνονται τα μεγάλα υδροηλεκτρικά) στην παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια θα φθάσει με το ζόρι το 13 % (με στόχο το 20,1 %), και η αιολική ενέργεια το 6 % (με στόχο το 10,43 %) (σελ. 5). Και αυτό γιατί:
· Το ιδιόμορφο του ελληνικού τοπίου (όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο κεφάλαιο) βάζει σοβαρούς περιορισμούς στην απεριόριστη χωροθέτηση τέτοιων εκτεταμένων εγκαταστάσεων.
· Η παραγόμενη ενέργεια από μια αστάθμητη πηγή, όπως ο άνεμος, δημιουργεί προβλήματα μη εναρμόνισης της παραγωγής και της ζήτησης ισχύος. Σε αυτή την περίπτωση, τόσο το ισοζύγιο ισχύος, όσο και η συχνότητα του δικτύου παρεκκλίνουν από τα επιθυμητά επίπεδα διακύμανσης, προκαλώντας ανεπιθύμητες παρενέργειες. Το γεγονός αυτό δημιουργεί πρόσθετους περιορισμούς στο συνολικό ποσοστό των αιολικών εγκαταστάσεων που μπορούν να είναι διασυνδεδεμένα στο κεντρικό δίκτυο διανομής. Το πρόβλημα θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τεράστια συστήματα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν. Και αν επιχειρηθεί να δημιουργηθούν θα απαιτηθούν νέες μεγάλες επενδύσεις, ενώ, παράλληλα, θα προκύψουν νέα περιβαλλοντικά προβλήματα.
· Η λογική των πολιτικών που ακολουθούνται είναι τέτοια που στρέφει την αιολική ενέργεια σε κεντρικές λύσεις και όχι σε εξυπηρέτηση τοπικών αναγκών, που θα μπορούσε να επιτρέψει, υπό όρους, μεγαλύτερη διείσδυση της αιολικής ενέργειας στο συνολικό ενεργειακό ισοζύγιο.
Συμπέρασμα τέταρτο: Η συμμετοχή της αιολικής ενέργειας, με τις δεδομένες συνθήκες, μπορεί να έχει καθαρά συμπληρωματικό χαρακτήρα στην αντιμετώπιση των ενεργειακών αναγκών της χώρας. Έτσι εξηγείται και η παράλληλη ανάπτυξη μεγάλου αριθμού συμβατικών εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής και η αδυναμία μείωσης των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί πανάκεια για το μέλλον και ο υπερτονισμός της σημασίας της αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στην κάμψη των αντιδράσεων των τοπικών κοινωνιών σε υπαρκτές απαράδεκτες χωροθετήσεις.
5. Υπερσυσσώρευση. Το ιδιαίτερο πρόβλημα της Βοιωτίας
Ακόμη και αν κανείς αγνοήσει όλα τα προηγούμενα στοιχεία, θα εκπλαγεί από το μέγεθος των αιολικών εγκαταστάσεων που σχεδιάζεται να αναπτυχθούν στο νομό Βοιωτίας. Οι σχετικοί πίνακες (σελ.13-19) παρατίθενται και δείχνουν:
· Από τα 6.468 MW, των αδειών παραγωγής που έχουν δοθεί πανελλαδικά, τα 682 MW (ποσοστό 10,5 %) αφορούν τη Βοιωτία, τα δε 400 MW (ποσοστό 6,2 %) αφορούν τον ορεινό όγκο του Ελικώνα. Αν, μάλιστα χρησιμοποιήσουμε σαν σημείο αναφοράς το στόχο του 2010 (3372 MW), τα ποσοστά αυτά γίνονται 20,22 % και 11,9 %, αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει ότι 1 στα 5 MW, πανελλαδικά, εγκαθίσταται στη Βοιωτία και 1 στα 8 MW εγκαθίσταται στον Ελικώνα. Ας σημειωθεί ότι εκκρεμούν και νέες αιτήσεις εγκαταστάσεων αιολικής ενέργειας 508 MW στο νομό Βοιωτίας.
· Κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό (υψηλό αιολικό δυναμικό, ευνοϊκός χωροταξικός σχεδιασμός κλπ.) δεν υφίσταται, ώστε να δικαιολογείται αυτή η εξόφθαλμη ανορθογραφία κατανομής. Κανένα, πλην ενός: της γειτνίασης των επιλεγμένων χώρων εγκατάστασης με τα κεντρικά οδικά δίκτυα της χώρας, καθώς και τα κεντρικά δίκτυα μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας. Πράγμα που σημαίνει σημαντικά μικρότερα κόστη εγκατάστασης και λειτουργίας για τους επίδοξους επενδυτές. Το ενδεχόμενο οι συγκεκριμένες εγκαταστάσεις να μην έχουν τη μέγιστη απόδοση, οι μεγάλοι όμιλοι που δραστηριοποιούνται, πλέον, και στην αιολική ενέργεια θα το αντισταθμίσουν με το μεγάλωμα της συμμετοχής τους στην ενεργειακή πίτα, γεγονός που θα αξιοποιήσουν για να ενισχύσουν τη θέση τους και στις συμβατικές εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής.
· Αξίζει να σημειώσουμε ότι η πολιτική κατακλυσμού της Βοιωτίας και, ιδιαίτερα, του Ελικώνα με εγκαταστάσεις αιολικών πάρκων, έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με τις προβλέψεις του ισχύοντος χωροταξικού πλαισίου της περιφέρειας της Στερεάς Ελλάδας, καθώς και με μια σειρά δράσεις των τοπικών κοινωνιών σε μια κατεύθυνση ήπιων μορφών παραγωγικής ανάπτυξης και αξιοποίησης του φυσικού πλούτου της περιοχής.
Συμπέρασμα πέμπτο: Η Βοιωτία και, ιδιαίτερα, ο ορεινός όγκος του Ελικώνα επωμίζονται ένα εξαιρετικά δυσανάλογο μερίδιο του συνολικού φορτίου των πανελλαδικών εγκαταστάσεων αιολικής ενέργειας. Το γεγονός αυτό γίνεται ακόμη περισσότερο άδικο, και γι’ αυτό αποκρουστέο, από την εκτίμηση ότι επιβάλλεται για λόγους καθαρά κερδοσκοπικούς και άσχετους με τις πραγματικές ανάγκες της τοπικής κοινωνίας.
6. Οι στόχοι μας. Τι διεκδικούμε
Ένα τοπικό κίνημα, ασφαλώς, είναι πολύ δύσκολο να ανατρέψει κεντρικές πολιτικές, ορισμένες από τις οποίες έχουν την αφετηρία τους σε υπερεθνικά κέντρα. Μπορούμε, όμως, βάσιμα να φιλοδοξούμε να ακυρώσουμε τμήματα αυτών των πολιτικών ή να περιορίσουμε σε σημαντικό βαθμό τις επιπτώσεις τους. Με αυτό το σκεπτικό, θα πρέπει:
· Να διεκδικήσουμε ουσιαστικό χωροταξικό σχεδιασμό, σε επίπεδο νομού
· Να εξετάσουμε την ουσιαστική νομιμότητα όσων από τις εγκαταστάσεις έχουν προχωρήσει, αξιοποιώντας όλα τα μέσα
· Να αποτρέψουμε κάθε νέα άδεια παραγωγής και εγκατάστασης, όσο δεν υλοποιείται ένα αξιόπιστο χωροταξικό σχέδιο και όσο δεν συναινούν οι τοπικές κοινωνίες
· Να ενισχύσουμε διαδικασίες, σε επίπεδο νομού, που θα αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στο σύνολό τους ξεπερνώντας, αλλά όχι αγνοώντας, τις αποσπασματικές τυπικές διαδικασίες γνωμοδοτήσεων της τοπικής και νομαρχιακής αυτοδιοίκησης
Αποφασιστικός παράγοντας, σε κάθε περίπτωση, εξακολουθεί να παραμένει ο ενημερωμένος πολίτης, που θα προσπαθήσουμε να πλαισιώσει τις διαδικασίες και τις κινητοποιήσεις των τοπικών επιτροπών και της “Συμπαράταξης”.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΠΕ ΚΑΙ Η ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥΣ
Ευρωπαϊκός στόχος ( οδηγία 2001/77/ΕΚ ):
Μέχρι το 2010, το 22,1 % της ηλεκτροπαραγωγής να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
Ενδεικτικός εθνικός στόχος ( Ν. 3468/2006 ):
Μέχρι το 2010, το 20,1 % της ηλεκτροπαραγωγής να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Μέχρι το 2020, το ποσοστό να φτάσει το 29 %. (Στον παραπάνω στόχο περιλαμβάνονται και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα, παρ’ όλο που στην ελληνική νομοθεσία δεν θεωρούνται ΑΠΕ).
Πιο συγκεκριμένα, προβλέπεται:
|
Εγκατεστημένη ισχύς (MW) |
Παραγόμενη ενέργεια (ΤWh) |
Ποσοστό % |
Μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα |
3325 |
4,58 |
6,74 |
Αιολική ενέργεια |
3372 |
7,09 |
10,43 |
Άλλες μορφές ΑΠΕ |
497 |
2,01 |
2,96 |
Σύνολο |
7194 |
13,68 |
20,12 |
|
|
|
|
Πρόβλεψη ενεργειακών αναγκών 2010 |
|
68 |
100,00 |
Συνολική εγκατεστημένη ισχύς αιολικής ενέργειας ( Δεκέμβριος 2006 )
Χώρα |
Εγκατεστημένη ισχύς (MW) |
Χώρα |
Εγκατεστημένη ισχύς (MW) |
Γερμανία |
20.622 |
Ουγγαρία |
61 |
Ισπανία |
11.615 |
Λιθουανία |
55,5 |
Δανία |
3.136 |
Τουρκία |
51 |
Ιταλία |
2.123 |
Τσεχία |
50 |
Βρετανία |
1.963 |
Λουξεμβούργο |
35 |
Πορτογαλία |
1.716 |
Βουλγαρία |
32 |
Γαλλία |
1.567 |
Εσθονία |
32 |
Ολλανδία |
1.560 |
Λετονία |
27 |
Αυστρία |
965 |
Κροατία |
17,2 |
Ελλάδα |
746 |
Ελβετία |
11,6 |
Ιρλανδία |
745 |
Σλοβακία |
5 |
Σουηδία |
572 |
Νησιά Φερόε |
4 |
Νορβηγία |
314 |
Ρουμανία |
3 |
Βέλγιο |
193 |
Κύπρος |
0 |
Πολωνία |
152,5 |
Μάλτα |
0 |
Φινλανδία |
86 |
Σλοβενία |
0 |
Ουκρανία |
85,5 |
Ισλανδία |
0 |
Το Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος
εκφράζει την ανησυχία του για τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζεται η εγκατάσταση αιολικών πάρκων στην Χώρα μας με το υπό κατάρτιση «Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας»
Η Εθνική Χωροταξία των αιολικών πάρκων που έχει εισηγηθεί το Επιμελητήριο από πολλών ετών, δεν είναι απλώς ένα μέσο νομιμοποίησής τους, λόγω της καθαρής ενέργειας που παράγουν.
Τα αιολικά πάρκα δεν παύουν να είναι βιομηχανικές εγκαταστάσεις, που έχουν ολέθριες επιπτώσεις όταν εγκαθίστανται σε ευαίσθητα φυσικά οικοσυστήματα, όπως είναι ιδίως οι δρυμοί, τα δάση, οι δασικές εκτάσεις κλπ. Επιπλέον, η χρήση της τεχνολογίας των τεράστιων ανεμογεννητριών δεν συμβιβάζεται διόλου με τη μικρή κλίμακα του Ελληνικού τοπίου. Τούτο και μόνο τις αποκλείει από το τοπίο των νησιών, των ακρωτηρίων, των ακτών κ.ά., που συνιστούν τη μοναδικότητα του ελληνικού τοπίου.
Κατ’ ουδεμία λογική βιωσιμότητας μπορούν όλα αυτά να αγνοηθούν για χάρη της παραγωγής αιολικής ενέργειας. Η έννομη αξία της καθαρής ενέργειας έπεται της προστασίας του πολύτιμου φυσικού κεφαλαίου της Χώρας, στο οποίο ανήκουν τα ευαίσθητα δασικά οικοσυστήματά μας, όπως τα ιερά βουνά μας, οι αλπικές ζώνες τους, οι δρυμοί τους, τα δάση και οι δασικές εκτάσεις στην ηπειρωτική χώρα, και εξ ολοκλήρου τα μικρά νησιά, οι ακτές, τα ακρωτήρια και γενικά το νησιωτικό τοπίο.
Επομένως, το υπό κατάρτιση Ειδικό Πλαίσιο δεν είναι νόμιμο και βιώσιμο στο μέρος εκείνο που δεν εξαιρεί τα ανωτέρω οικοσυστήματα από τους χώρους εγκατάστασης των αιολικών πάρκων. Υπάρχει αρκετός άλλος χώρος στην Επικράτεια για να εγκατασταθούν αυτά. Δεν είναι διόλου απαραίτητο, ούτε βιώσιμο, να επιλεγούν οι τοποθεσίες του υψίστου αιολικού δυναμικού.
The Darmstadt Manifesto
The original document signed by more than 60 German academics in 1998
Initiative Group Darmstadt Manifesto Press Release Dated 1 September 1998At the press conference which took place today at the Bruning strasse Press Club in Bonn the Initiative Group presented the Darmstadt Manifesto on the Exploitation of Wind energy in Germany. The manifesto, which has to date been signed by more than 60 college/university lecturers and writers*, demands the withdrawal of all direct and indirect subsidies in order to put a stop to the exploitation of wind energy.(It claims that) the exploitation of wind energy promotes the type of technology which is of no significance whatever for the purpose of supplying energy, saving resources and protecting the climate. The money could be put to far more effective use in increasing the efficiency of power stations, in ensuring effective energy consumption and in funding scientific research into fundamental principles in the field of energy. Many citizens, both male and female, are greatly concerned to see the progressive destruction caused by the ever increasing number of wind ‘farms’. This destruction affects both the countryside and our towns and villages with their surrounding areas whose characteristic appearance reflects their development throughout the history of civilisation. The Darmstadt Manifesto is directed in particular at politicians, those concerned with our cultural well-being, environmental organisations and the media.*Note that many more than 100 university lecturers have since signed up to this Manifesto Darmstadt Manifesto on the Exploitation of Wind Energy in Germany. Our country is on the point of losing a precious asset. The expansion of the industrial exploitation of wind energy has developed such a driving force in just a few years that there is now great cause for concern. A type of technology is being promoted before its effectiveness and its consequences have been properly assessed. The industrial transformation of cultural landscapes which have evolved over centuries and even of whole regions is being allowed. Ecologically and economically useless wind generators, some of which stand as high as 120 metres and can be seen from many kilometres away, are not only destroying the characteristic landscape of our most valuable countryside and holiday areas, but are also having an equally radical alienating effect on the historical appearance of our towns and villages which until recently had churches, palaces and castles as their outstanding features to give them character in a densely populated landscape. More and more people are subjected to living unbearably close to machines of oppressive dimensions. Young people are growing up into a world in which natural landscapes are breaking up into tragic remnants. The oil crisis in the 1970s made everyone very aware of the extent to which industrial societies are dependent on a guaranteed supply of energy. For the first time the general public became aware of the fact that the earth’s fossil fuel resources are limited and could be exhausted in the not too distant future if they continue to be consumed without restraint. In addition came there cognition of the damage which was being caused to the environment by the production and consumption of energy. The loss of trees due to pollution, the Chernobyl nuclearre actor accident, the legacy of the ever accumulating pile of nuclear waste, the risks of a climatic catastrophe as a consequence of carbon dioxide emissions have all established themselves in the public consciousness as examples of the growing potential threat. The real problem of population growth and above all the resultant phenomenon of escalating land use and consumption of drinking water supplies is however being push ed a side and being considered instead as a marginal phenomenon. With few exceptions it is not be subject of any political action. On the contrary, the public interest is becoming even more limited, focusing less on energy consumption as a whole and concentrating its fears and criticisms predominantly on the generation of electricity. Admittedly nuclear risks do doubtless exist here. However electrical energy plays more of a minor role in the balance sheet of energy sources. In Germany three quarters of the energy consumed consists of oil and gas. But is precisely these energy sources whose resources will be exhausted the soonest. If it were really a question of concern for future generations the nimmediate, decisive action to protect supplies of oil and natural gas would be imperative. Instead petrol consumption continues unchanged, and the idea that we are leaving nothing for our great grandchildren is dispelled with the vague presumption that the rewill one day be substitutes for fossil fuels. On the other hand hard coal and brown coal, which are the main primary sources of electrical energy, are available in such a bundance world-wide, and in many cases in deposits which are as yet unexploited, that electricity production is guaranteed, even with growing-consumption, for centuries, possibly even for a period of over a thousand years. With regard to the exhaustion of energy sources for fossil fuels the development of electricity production using wind bypasses the problem. Although Germany has taken the lead in the expansion of wind energy use, it has not been possible to date to replace one single nuclear or coal-fired power station. Even if Germany continues to push ahead with expansion it will still not be possible in the future. The electricity produced by wind power is not constant because it is dependent on meteorological conditions, but electricity supplies need to be in line with consumption at all times. For this reason wind energy cannot be used to any significant degree as a substitute for conventional power station capacities. Insufficient attention is also being paid to pollutant levels. Whereas until a few years a go it was chiefly the coal-fired power stations’ sulphur dioxide emissions due to poor filtering which caused problems, it is now mainly road traffic which is polluting the forests’ ecosystems with nitrogen oxides and nitrous oxide. Added to which the effectiveness of power stations is improving with technological progress and as a result the level of pollutants given off per unit of energy is decreasing. The latter is also true of carbon dioxide emissions, with the result that electricity production in Germany is to day responsible for only a fifth of the greenhouse gases emitted. The energy capacity of wind is comparatively low. Modern wind turbines with a rotor surface area the size of a football field make only tiny fractions of the energy that is produced by conventional power stations. So with more than five thousand wind turbine sin Germany less than one per cent of the electricity needed is produced, or only slightly more than one thousandth of the total energy produced. The pollutant figures are simila rfor the same reason. The contribution made by (the use of) wind energy to the avoid ance of greenhouse gases is somewhere between one and two thousandths. Wind energy is therefore of no significance whatever both in the statistics for energy and in those for pollutants and greenhouse gases. At the same time we must take into account the fact that economic growth always brings with it, to a greater or lesser extent, an increasing energy requirement – despite all the efforts made with technology towards greater efficiency in the transformation and consumption of energy. This means that because it makes such a small contribution to the statistics, wind energy is running a race which is already lost in an economic order or ientated towards growth. At present total energy consumption in Germany is growing about seventy times(!) faster than the production potential of wind energy. The negative effects of wind energy use are as much underestimated as its contribution to the statistics is over estimated. Falling property values reflect the perceived deterioration in quality of life – not just in areas close to the turbines, but even all over Schleswig-Holstein. More and more people are describing their lives as unbearable when they are directly exposed to the acoustic and optical effects of wind farms. There are reports of people being signed off sick and unfit for work, there is a growing number of complaints about symptoms such as pulseir regularities and states of anxiety, which are known from the effects of infrasound(sound of frequencies below the normal audible limit). The animal world is also suffering at the hands of this technology. On the North Sea and Baltic coasts birds are being driven away from their breeding, roosting and feeding grounds. These displacement effects are being increasingly observed inland too. From the point of view of the national economy the development of wind energy is far from being the «success story» it is often claimed to be. On the contrary, it puts a strain on the economy as it is still unprofitable with a low energy yield on the one hand and high investment costs on the other. And yet, as a result of the legal framework conditions which have been set, private and public capital is being invested on a large scale – capital which is not least unavailable for important environmental protection measures, but also ties up purchasing power. This in turn leads to job losses in other areas. The only way in which the Investors can realise their exceptionally high returns is by means of the level of payment for electricity produced by wind which has been determined by law, and which represents several times its actual market value, and by taxation depreciation. For more than twenty years now German politicians have been under pressure to react tour gent problems concerning the environment and preventative measures, and have been promoting a seriously erroneous evaluation of wind energy. This has allowed the use of wind energy to become established in the view of public opinion as some sort of total solution which supposedly makes a decisive contribution towards a clean environment and a guaranteed supply of energy for the future, and also towards the evasion of a climatic catastrophe and the avoidance of nuclear dangers. This false picture raises hopes and results in a general acceptance of the use of wind energy which is strengthened further by the fact that people are not expected to make any savings. The negative effects of the wind energy industry in our densely populated country are suppressed, scientific knowledge is ignored and there is a taboo on criticism. Only a few people are willing to break away from these political and social trends. After fighting for decades with great commitment for the preservation of our countryside the majority of the large organisations for the protection of nature now stand idly by watching its destruction. Together with groups of thoughtless operators, a policy orientated towards short term success was able to clear the way in the following manner: as a result of amendments to planning law and the law on nature conservation, our countryside is almost unprotected against the exploitation of wind energy and is therefore left at the mercy of material exploitation by capital investment. At the same time the people who are directly exposed to this technology which is hostile to man have to a large extent been deprived of their constitutionally guaranteed right to a say in the matter of the shaping of the environment in which they live. As all efforts to influence those with political responsibilities have been without success, the signatories of this manifesto see no other solution other than to make their concerns public. In view of the serious harm threatening our countryside, which has evolved through history and which is the foundation of our cultural identity, we appeal for an end and to the expansion of wind power technology which is pointless from both a necological and an economical point of view. In particular we are demanding the withdrawal of all direct and indirect subsidies to this technology. Instead public funds should be made available on a larger scale for the development of more efficient technology and for the kind of research into basic principles which is likely to provide real solutions to the problems of producing energy in a way which is environmentally friendly and lasting. We issue an urgent warning against the uncritical promotion of a technology which will in the long term have far reaching adverse effects on the relationship between man and nature. We are particularly concerned about a change of attitude, which is more difficult to perceive as it is evolving slowly and which gives us less and less ability to recognise how important it is for man to live in an environment which is predominantly characterised by nature.
List of SignatoriesProf. Udo ACKERMANN (Design)Prof. Dr. Dr. h.c. Karl ALEWELL (Economics)Prof. Dr. rer. nat. Rudolf ALLMANN (Mineralogy)Prof. Wilhelm ANSER (Electrical Engineering)Prof. Dr. Clemens ARKENSTETTE (Biology, Agricultural Science, Physiology)Dr. Paed. Joachim ARLT (Science of Art, Landscape Aesthetics)Prof. Dr. rer. nat. Benno ARTMANN (Mathematics)Prof. Dr.-Ing. Eckhard BARTSCH (Geodesy, Landmanagement)Prof. Dr. rer. nat. Bruno BENTHIEN (Geography)Dr. jur. Manfred BERNHARDT (District President)Prof. Dr. jur. Dr. jur. h.c. Karl August BETTERMANN (Jurisprudence)Prof. Dr. agr. Dr. agr. h.c. mult. Eduard von BOGUSLAWSKI (Agronomy)Prof. Dr. rer. nat. Reinhard BRANDT (Physical Chemistry)Prof. Dr. rer. nat. Günter BRAUNSS (Mathematics)Prof. Dr.-Ing. Stefan BRITZ (Mechanical Engineering)Prof. Dr. Dr. phil. Harald BROST (Institute of Colour, Light and Space)Prof. Dr. med. Joachim BRUCH (Industrial Medicine)Günter de BRUYN (Writer)Prof. Dr. phil. Dr. h.c. Hans-Günter BUCHHOLZ (Archeology)Prof. Dr. rer.nat. Karl Heinz CLEMENS (Electrical Engineering)Prof. Dr. phil. Dietrich DENECKE (Geoscience)Prof. Dr. rer. nat. Dietrich von DENFFER (Botany)Prof. Dr.-Ing. Frank DÖRRSCHEIDT (Automatic Control, Electrical Engineering)Prof. Dr. Wolfgang DONSBACH (Science of Communication)Prof. Thomas DUTTENHOEFER (Design)Prof. Dr.-Ing. Rudolf ENGELHORN (Energy and Thermodynarnic Science)Dr. techn. Hans ERNST (Electrical Engineering, National Economy)Prof. Dr.-Ing. Horst ETTL (Mechanical Engineering)Prof. Dr. Hermann FINK (English Philology, American Philology)Prof. Dr. Hans Joachim FITTING (Physics)Prof. Dr. med. Marianne FRITSCH (Internal Medicine, Rehabilitation)Prof. Hans Jürgen GERHARDT (Electrical Engineering)Prof. Dr. rer. nat. Gerhard GERUCH (Physics)Prof. Dr.-Ing. Bernhard von GERSDORFF (Electrical Engineering)Prof. Ph.D. H. S. Robert GLASER (Biology)Prof. Dr. Gerhard GÖHLER (Political Science)Prof. Dr. theol. Hubertus HALBFAS (Religion)Prof. Dr. Erwin HARTMANN (Physics, Medical Optics)Prof. Dr. rer. nat. Jürgen HASSE (Geography)Dr. rer.nat. Günter HAUNGS (Technique of Precision Measurement)Prof. Dr.-Ing. Horst HENNERICI (Mechanical Engineering)Prof. Ulrich HIRT (Mechatronics)Prof. Wolfgang HOFFMANN (Economical Information)Prof. Dr. rer. nat. Lothar HOISCHEN (Mathematics)Prof. Dr. med. Dr. rer. nat. Hans HOMPESCH (Hygiene, Micro-Biology, Pathology)Prof. Dr. Dr. h.c. mult. Rudolf HOPPE (Inorganic Chemistry)Prof. Dr. Peter KÄFERSTEIN (Thermodynarnic Seience, Energy Economics)Prof. Dr. Dipl. Phys. Günther KÄMPF (Physics)Prof. Dr. phil. Thomas KÖVES-ZULAUF (Archeology)Dr. Christoph KONRAD (MdEP – Member of European Parliament)Prof. Erhard Ernst KORKISCH (Area Planning, Landscape Architecture)Prof. Dr. Dietrich KÜHLKE (Physics)Prof. Dr.-Ing. Bert KÜPPERS (Electrical Engineering)Prof. Dr.-Ing. Josef LEITENBAUER (Mining Academy)Prof. Dr. phil. Otto LENDLE (Archeology)Prof. Dr. rer. nat. Wilfried LEX (Information Science, Logic)Prof. Dr. Horst LINDE (Architecture)Prof. Dr. techn. Wladimir LINZER (Thermodynarnic Science)Prof. Dr. rer.nat. Jörg LORBERTH (Chemistry)Prof. Dipl.-Ing. Horst LOTTERMOSER (Mechanical Engineering)Prof. Dr. Dr. h.c. Manfred LÖWISCH (Industrial Law)Prof. Uwe MACHENS (Electrical Engineering)Dr. Heike MARCHAND (Physics)Prof. Dr. sc. phys. Dr.-Ing. Herbert F. MATARÉ (Physics, Electronics)Prof. Dr. Krista MERTENS (Science of Rehabilitation)Prof. Dr.-Ing. MOLLENKAMP (Mechanics of Fluids)Prof. Dr. rer. nat. Hans MÜLLER von der HAGEN (Chemical Technology)Prof. Dr. jur. Reinhard MUSSGNUG (Jurisprudence)Prof. Dr.-Ing. Kurt NIXDORFF (Mathematics)Prof. Werner A. NÖFER (Design)Prof. Dr.rer. nat. Wolfgang NOLTE (Mathematics)Prof. Dr. rer. nat. Paul PATZELT (Chemistry)Prof. Dr. rer. nat. Siegfried PETER (Technical Chemistry)Prof. Dr. rer. nat. Nicolaus PETERS (Zoology)Prof. Dr. Dr. Hans PFLUG (Applied Geosciences)Prof. Dr. Thomas RAMI (Physics)Prof. Dr.med.Ludwig RAUSCH(Human Medicine, Radio Biology,Radiation Protection)Prof. Dr. rer. nat. Michael von RENTELN (Mathematics)Dr. phil. Karl Heinrich REXROTH (History)Prof. Dr. Hans Erich RIEDEL (Physics)Prof. Wilhelm RUCKDESCHEL (Mechanical Engineering)Dr. med. Rolf SAMMECK (NeuroAnatomy)Dr. phil. Monika SAMMECK (Psychology)Prof. Dr. Hans SCHNEIDER (Jurisprudence)Prof. Dr. Helmut SCHRÖCKE (Geosciences)Prof. Dr.-Ing. Herbert SCHULZ (Electrical Engineering)Prof. Dr.-Ing. Kurt STAGUHN (Art Paedagogy)Prof. Dr.-Ing. Klaus STEINBRÜCK (Mechanical Engineering)Prof. Dr.-Ing. Rudolf STEINER (Technical Chemistry)Dr. h.c. Horst STERN (Television Journalist, Ecologist)Botho STRAUSS (Writer)Prof. Dr. rer.nat. Günter STRÜBEL (Geosciences)Prof. Dr.-Ing. Manfred THESENVITZ (Mechanical Engineering)Prof. Dr. rer. nat. Josef WEIGL (Botany)Prof. Dr. med. Hans-Jobst WELLENSIEK (Medicine, Micro-Biology)Prof. Dr.-Ing. Herbert WILHELMI (Thermodynarnic Science)Prof. Dr. phil. Walter WIMMEL (Archeology) Gabriele WOHMANN (Writer)Prof. Dr. rer. nat. Jürgen WOLFRUM (Physics)Prof. Dr.-Ing. Otfried WOLFRUM (Geodesy) – Prof. Dr. rer. nat. Peter ZAHN (Mathematics)
Απόσπασμα από το μανιφέστο
« Η εκμετάλλευση της αιολικής Ενέργειας προωθεί εκείνο το είδος της τεχνολογίας το οποίο δεν έχει καμία απολύτως σημασία για το σκοπό της παροχής Ενέργειας, της εξοικονόμησης πρώτης ύλης και της προστασίας του κλίματος. Τα λεφτά από τα κρατικά και κοινοτικά κονδύλια θα μπορούσαν να επενδυθούν καλύτερα στην αύξηση της αποτελεσματικότητας των σταθμών Ενέργειας, στη διασφάλιση αποτελεσματικής κατανάλωσης της Ενέργειας και στη χρηματοδότηση επιστημονικής έρευνας στον τομέα της Ενέργειας. Πολλοί πολίτες, άντρες και γυναίκες, ανησυχούν βλέποντας τη συνεχή καταστροφή που προκαλείται από τον όλο και αυξανόμενο αριθμό αιολικών πάρκων.
Η καταστροφή επηρεάζει τόσο τις πόλεις και τα χωριά και τις περιβάλλουσες αυτά περιοχές όσο και την αγροτική περιφέρεια, των οποίων η χαρακτηριστική εμφάνιση αντανακλά την εξέλιξη τους στο διάβα της ιστορίας του πολιτισμού. Ανεμογεννήτριες, οικολογικά και οικονομικά άχρηστες, μερικές από τις οποίες φτάνουν τα 120 μέτρα και είναι ορατές από πολλά χιλιόμετρα μακριά ,όχι μόνο καταστρέφουν το χαρακτηριστικό τοπίο των πιο πολυτίμων περιοχών της υπαίθρου μας και των παραθεριστικών κέντρων, αλλά έχουν επίσης ένα εξίσου ριζοσπαστικό αποτέλεσμα στην ιστορική εμφάνιση των πόλεων και των χωριών τα οποία μέχρι πρόσφατα είχαν εκκλησίες, παλάτια και κάστρα σαν ξεχωριστά τους χαρακτηριστικά για να τους προσδίδουν χαρακτήρα σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι υποχρεώνονται να ζουν ανυπόφορα κοντά σε μηχανές καταπιεστικών διαστάσεων. Οι νέοι μεγαλώνουν σε έναν κόσμο στον οποίον η φύση κατακερματίζεται.
Τα αρνητικά αποτελέσματα της χρήσης της αιολικής Ενέργειας έχουν τόσο πολύ υποτιμηθεί όσο έχει υπερεκτιμηθεί η συμμετοχή της στις στατιστικές. Η πτώση της αξίας των ακινήτων αντανακλά την αισθητή υποβάθμιση στην ποιότητα ζωής σε περιοχές κοντά στις ανεμογεννήτριες Όλο και περισσότεροι άνθρωποι περιγράφουν τη ζωή τους σαν ανυπόφορη εξ’ αιτίας των ακουστικών και οπτικών επιδράσεων των αιολικών πάρκων. Υπάρχουν αναφορές ανθρώπων που χαρακτηρίστηκαν σαν άρρωστοι και ακατάλληλοι για εργασία, υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός παράπονων για συμπτώματα τέτοια όπως αρρυθμίες και καταστάσεις άγχους τα οποία είναι γνωστά ως σύνδρομο των υπόηχων .»